κοπρίσεις

κοπρίσεις
κόπρισις
dunging
fem nom/voc pl (attic epic)
κόπρισις
dunging
fem nom/acc pl (attic)
κοπρίζω
dung
aor subj act 2nd sg (epic)
κοπρίζω
dung
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημέρωση — η (AM ἡμέρωσις) [ημερώνω] η εξημέρωση, το ημέρωμα αρχ. 1. (για γη) καλλιέργεια («αἱ ἐξημερώσεις καὶ αἱ κοπρίσεις», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξευγενισμός («ἀνθρώπων ἡμερώσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κατεργασία — η (Α κατεργασία) [κατεργάζομαι] 1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.) 2. η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”